σχολαστικά

σχολαστικά
σχολαστικός
inclined to ease
neut nom/voc/acc pl
σχολαστικά̱ , σχολαστικός
inclined to ease
fem nom/voc/acc dual
σχολαστικά̱ , σχολαστικός
inclined to ease
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχολαστικάς — σχολαστικά̱ς , σχολαστικός inclined to ease fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 …   Dictionary of Greek

  • αλεπτολόγητος — η, ο [λεπτολογώ] αυτός που δεν λεπτολογήθηκε, δεν εξετάστηκε σχολαστικά, δεν ερμηνεύθηκε στις λεπτομέρειες του …   Dictionary of Greek

  • ανατέμνω — (Α ἀνατέμνω) κόβω, σχίζω ανθρώπινο σώμα νεοελλ. αποκόβω όργανα από πτώμα για να τα εξετάσω, εκτελώ ανατομικές εργασίες 2. εξετάζω σχολαστικά, αναλύω λεπτομερειακά αρχ. 1 κατακόπτω, ξεσχίζω 2. χαράζω, ανοίγω …   Dictionary of Greek

  • γλίσχρος — α, ο (AM γλίσχρος, α, ον) ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός») αρχ. Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης 2. σκληρός (για ξύλο) 3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός 4. φιλάργυρος 5. πενιχρός, φτωχικός 6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου …   Dictionary of Greek

  • κατακριβώ — κατακριβῶ, όω (AM) μσν. (το ουδ. παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κατηκριβωμένον η διάθεση για έρευνα και αναζήτηση αρχ. 1. εξετάζω ή εξακριβώνω κάτι με μεγάλη προσοχή 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηκριβωμένος, η, ον προσεκτικός, ευσυνείδητος …   Dictionary of Greek

  • κατατεχνολογώ — κατατεχνολογῶ, έω (Α) πραγματεύομαι, περιγράφω, εξηγώ κάτι σχολαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνο λογῶ «πραγματεύομαι συστηματικά»] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • κούλουμα — Γιορτή την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας, που χαρακτηρίζεται από ομαδική έξοδο στην ύπαιθρο και χαρακτηριστικά έθιμα. Η λέξη αναφέρεται με διάφορους τύπους, όπως κούλουμπα (Κλειτορία Πελοποννήσου), ανακούλουμα (Ιθάκη), κούλουμες (Λεύκτρα… …   Dictionary of Greek

  • μανδαρίνος — Με τον όρο μ. (από την πορτογαλική λέξη mandarin, παραλλαγή της σανσκριτικής μαντρίν = σύμβουλος) ονομάζονταν από τους Ευρωπαίους οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί λειτουργοί της αυτοκρατορικής Κίνας. Στην κινεζική γλώσσα ονομάζονταν κου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”